- ληνοί
- ληνόςanything shaped like a tubmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ληνός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός) μικρό κτίσμα … Dictionary of Greek
ПОХОРОНЫ — • Funus. I. У греков: τάφος. Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… … Реальный словарь классических древностей
ПОХОРОНЫ — • Funus. I. У греков: τάφος. Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… … Реальный словарь классических древностей
σαρκοφάγος — Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που… … Dictionary of Greek
φάκται — Α (κατά τον Ησύχ.) «ληνοί, σιπύαι, πύελοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να διαβαστεί φάκτα (βλ. λ. φάκτον [Ι])] … Dictionary of Greek
σιληνοί — σῑληνοί , σῑληνός a figure of Silenus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)